αιτίαμα

αιτίαμα
157 αἰτίαμα
{сущ., 1}
обвинение (Деян. 25:7).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αιτίαμα" в других словарях:

  • αιτίαμα — αἰτίαμα, το (AM) [αἰτιῶμαι] κατηγορία, απόδοση ενοχής …   Dictionary of Greek

  • αἰτίαμα — αἰτίᾱμα , αἰτίαμα charge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… …   Dictionary of Greek

  • αἰτιαμάτων — αἰτιᾱμάτων , αἰτίαμα charge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάμασιν — αἰτιά̱μασιν , αἰτίαμα charge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάματα — αἰτιά̱ματα , αἰτίαμα charge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάματι — αἰτιά̱ματι , αἰτίαμα charge neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιάματος — αἰτιά̱ματος , αἰτίαμα charge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»